Το Σίγρι βρίσκεται στο δυτικότατο άκρο της νήσου Λέσβου, στην καρδιά του Αιγαίου πελάγους. Χτισμένο πλάι στη θάλασσα, περιστοιχίζεται από τα νησιά Νησιώπη, Καβαλούρος και Φανές. Αποτελεί φυσικό λιμάνι, φουντάγιο για όσα καράβια τα βρίσκει ο καιρός μεσοπέλαγα.Η μικρή ιστορία αυτού του τόπου, σαν την ιστορία του ελληνισμού ολόκληρου, περνάει από σαράντα κύματα για να φτάσει εδώ που είναι σήμερα.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η πρώτη αναφορά για το Σίγρι γίνεται από τον ιστορικό Στράβωνα (65 π.Χ. – 23 μ.Χ.), ο οποίος, αναφερόμενος στις διαστάσεις και τα όρια του Ελλησπόντου, γράφει: «ο δε, προσλαμβάνων και το από Σιγρίου της Λεσβίας», δηλαδή ο Ελλήσποντος φτάνει μέχρι και την περιοχή του Σιγρίου της Λέσβου, και ''αρχή της Λεσβίας εστί κατά Σίγριον το προς άρκτον αυτής άκρον''. Συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές δεν έγιναν ποτέ στο Σίγρι και γι' αυτό οι πληροφορίες σχετικά με την οικιστική της περιοχής είναι περιορισμένες. Διάσπαρτα ερείπια στην ευρύτερη περιοχή του Σιγρίου καταδεικνύουν πως ο χώρος κατοικούνταν από τα αρχαία χρόνια. Στο Παλιόκαστρο, στον Άη-Γιώργη, στα Οίκια, και αλλού, τα απομεινάρια μιας παλιότερης εποχής μας καλούν να ανακαλύψουμε τα μυστικά τους και τους ανθρώπους που τα έφτιαξαν. Κύρια ασχολία πρέπει να ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Χαρακτηριστικό είναι πως στη θέση Αδαμάνια βρέθηκαν ερείπια ελαιοτριβείου, απροσδιορίστου χρονολογίας. Μέχρι τα χρόνια της Αναγέννησης, δεν υπάρχουν αναφορές για το Σίγρι από άλλους ιστορικούς. Ήδη, όμως, από χάρτες ευρωπαίων χαρτογράφων της εποχής βρίσκουμε να ονοματίζεται είτε ως Porto Sigri, είτε ως Castelo Seguro, είτε ως Sigrium ή και άλλες ενδιάμεσες ονομασίες. Με την προικοδότηση της Λέσβου στους Γατελούζους, Βενετούς ευγενείς (1355 – 1462), ο κυριότερος οικισμός της περιοχής είναι οι Άγιοι Θεόδωροι, βορειότερα του σημερινού Σιγρίου. Κατά το 1331 κατεγράφησαν, εκτός της Μονής Υψηλού, και το μοναστήρι της Αγίας Θεοφανούς, στη θέση Αγιά, βόρεια της Άντισσας, το Κλημάτιον, στη διασταύρωση Σιγρίου – Άντισσας – Ερεσού, του Κεραμώνος, στη σημερινή θέση Κέραμος, και του Κρεωκόπου. Μια άλλη εκκλησία που ήκμαζε μέχρι πριν από λίγα χρόνια, είναι η Παναγιά η Βασκάνα, στη θέση Μετόχι.
ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Κατά την Τουρκοκρατία και όταν καταργείται το Κάστρο της Καλλονής, ιδρύεται το 1757 το Κάστρο του Σιγρίου, από τον αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου Σουλεϊμάν πασά, προκειμένου να προστατευθεί η περιοχή από τις επιδρομές των πειρατών και να διασφαλιστεί η ομαλή διακίνηση των εμπορευμάτων. Σύμφωνα με τεκμηριωμένες πληροφορίες, σε πρωτοβουλία του Σουλεϊμάν πασά οφείλεται και η ανέγερση τζαμιού, σχολείου, λουτρού, ενός μεγάλου υδραγωγείου και κρηνών. Στα 1777 στο κάστρο του Σιγρίου ήταν εγκατεστημένος ένας λόχος τυφεκιοφόρων και πυροβολητών υπό τη διοίκηση ενός φρουράρχου ενώ στα 1789 το κάστρο διέθετε φρουρά 100 ανδρών και 200 κανόνια. Η ασφάλεια που παρείχε οδήγησε στην οικιστική ανάπτυξη της περιοχής. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, Τούρκοι πρώην έγκλειστοι στη φυλακή του φρουρίου, οι οποίοι επέλεξαν μετά την αποφυλάκιση τους να επιστρέψουν εκεί με τις οικογένειές τους. Σταδιακά εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πληθυσμοί που παλαιότερα ήταν αναγκασμένοι να καταφύγουν στην ενδοχώρα κυρίως όμως μουσουλμάνοι καθώς οι πρακτικές των γενίτσαρων (υποβολή σε αγγαρείες, καταπίεση, φορολογία κ.α.) λειτουργούσαν αποτρεπτικά στην εγκατάσταση χριστιανικών πληθυσμών. Το 1885 αναφέρεται πως υπάρχουν 60 σπίτια και το 1908 διακόσια, με αμιγώς μωαμεθανικό πληθυσμό.Τουλάχιστον έως το τέλος του 19ου αι. το φρούριο αποτελούσε το κέντρο γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε ο οικισμός. Καθ΄ όλη τη διάρκεια του 19ου αι. και μέχρι το 1912 διέμεναν σ' αυτό στρατιωτικές μονάδες. Όπως προκύπτει από μαρτυρίες των υποπρόξενων της Γαλλίας (1858) και της Ρωσίας (1895) το κάστρο ήταν καλά συντηρημένο και εφοδιασμένο ώστε να αποτρέπει τυχόν τοπικές ταραχές όμως δεν θα μπορούσε να αντέξει σε μια συντονισμένη επίθεση από τη θάλασσα. Τμήματα των τειχών του φρουρίου, κατέρρευσαν λόγω του σεισμού του 1889 που έπληξε τη δυτική Λέσβο. Το τζαμί ξανακτίστηκε στο τρίτο τέταρτο του 19ου αι., πιθανότατα ύστερα από σεισμό. Διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και από το 1928 χρησιμοποιείται ως εκκλησία. Το λουτρό υπάρχει ακόμα, αλλά βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ήρθαν να κατοικήσουν στο Σίγρι οι πρώτοι Έλληνες.
Η ιστορία του φρουρίου ως οθωμανικού στρατοπέδου κλείνει με την απελευθέρωση του στις 17 Δεκεμβρίου του 1912. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, καλοκαίρι του 1915, αποτέλεσε βάση ανεφοδιασμού και ορμητήριο της Entente.
To 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάνης, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σίγρι για να εγκατασταθούν εδώ πρόσφυγες από την Τένεδο και τα νησιά της Προποντίδας, κυρίως από τα Χουχλιά, αλλά και από την Κωνσταντινούπολη, την Φώκαια, τα Μοσχονήσια, της περιοχή της Σμύρνης και από άλλα μέρη της Μικρασίας. Τότε, το Σίγρι είχε πολλά εμπορικά καΐκια, τα οποία όμως ένα-ένα έσβησαν.Η μετανάστευση χτυπά το Σίγρι. Πολλοί ήταν αυτοί που το εγκατέλειψαν για τα πέρατα του κόσμου: Αυστραλία, ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία και, βέβαια, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλα μέρη της Ελλάδας.
Κατά την επίσημη απογραφή του 2001 το Σίγρι βρέθηκε να έχει 402 κατοίκους. Οι βασικές τους ασχολίες είναι η κτηνοτροφία, η αλιεία, ο τουρισμός, ενώ παραδοσιακά Σιγριανοί μπαρκάρουν με εμπορικά ποντοπόρα πλοία.
Από το 1978 δραστηριοποιείται ο Εκπολιτιστικός Όμιλος «Θεοφάνης της Σιγριανής», από το 1995 ο Αλιευτικός Σύλλογος «ο Πολυχρόνης», ενώ τα τελευταία τρία χρόνια το Σίγρι εκπροσωπούνταν στις μικρές κατηγορίες του ερασιτεχνικού τοπικού ποδοσφαίρου.
ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Ο πρώτος ενοριακός ναός του Σιγρίου ήταν ο Άη-Νικόλας, που σήμερα είναι η εκκλησία του Νεκροταφείου, στην είσοδο του χωριού. Η θέση του ορίστηκε από εικόνα που ονειρεύτηκε και βρήκε πεζοναύτης του Απελευθερωτικού Στρατού το 1912.
Σήμερα, ενοριακός ναός είναι η Αγία Τριάδα, που επί τουρκοκρατίας ήταν τζαμί. Τις παλιές εικόνες του ναού τις έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τα Χουχλιά, από την εκεί ενορία τους, την Αγία Τριάδα, και το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας.
Το 1994 χτίστηκε το ναΐδριο του Αγίου Θεοφάνη της Σιγριανής, μετόχι της Μονής Υψηλού.
Το ξωκλήσι της Φανερωμένης, στην ομώνυμη παραλία, γιορτάζει την Λαμπροπαρασκευή, της Ζωοδόχου Πηγής. Είναι χτισμένο σε μια σπηλία και εκεί μόνασε ο κτήτωρ της Μονής Υψηλού Άγιος Θεοφάνης, όταν εκδιώχθηκε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, την εποχή της διαμάχης εικονολατρών - εικονομάχων. Η μνήμη του τιμάται την 12η Μαρτίου.
Στο Παλιοχώρι υπάρχει χτισμένο πάνω σε βράχο το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, όπου και έχουν βρεθεί υπολείμματα παλαιότερης παλαιοχριστιανικής εκκλησίας.
Στον Ασώματο βρίσκεται το εκκλησάκι των Ταξιαρχών, τα θυρανοίξια του οποίου εορτάζονται κάθε Πρωτομαγιά.
Στο Φάρος προ δεκαετίας χτίστηκε το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, ενώ άλλα ξωκλήσια, στα ενδότερα της σιγριανής υπαίθρου, είναι η Αγία Άννα, o Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Γεώργιος.
Τέλος, στη Νησιώπη βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Ακόμα και σήμερα φαίνονται τα θεμέλια της προηγούμενης μεγαλύτερης εκκλησίας που υπήρχε εκεί. Το 1855 έχει καταγραφεί πως σωζόταν ο τάφος άγγλου ναύτη, ενώ πιστεύεται πως εκεί επίσης είχε θαφτεί κάποιος σημαντικός Δεσπότης, σε απροσδιόριστη πάντως χρονολογία.
ΟΙ ΠΑΡΑΛΙΕΣ
Οι ακρογιαλιές του Σιγρίου στολίζονται από πολλές αμμουδιές κι ο κάθε επισκέπτης μπορεί να διαλέξει αυτή που του ταιριάζει.
Ξεκινώντας από το Νότο, απ’ την πλευρά της Ερεσού, υπάρχει η παραλία της Τσιχλιώντας κι ο Τηλέγραφος, στη συνέχεια η Λάφρη και τα Λίμενα, η Πλάκα και φτάνουμε στην πλαζ του Σιγρίου. Συνεχίζοντας προς το βορρά, είναι του Λαμπρίνη και το Παλιόκαστρο, της Αντρομάχης η αγκάλη, η Χασαναριά, η μεγάλη παραλία της Φανερωμένης με τον Άσπρο Βράχο και τα Λιμανάκια, το Κεραμίδι, ο Μέγας Λιμένας, ο Αη-Θανάσης και η Πόχη, για να φτάσουμε πια στα Λάψαρνα.Βέβαια, εκτός απ’ αυτές τις κύριες παραλίες, υπάρχουν πολλές μικρές, για ένα-δυο άτομα, ενώ επίσης υπάρχει από μια μικρή παραλία και στα νησάκια μας.
ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ
ΑπάντησηΔιαγραφή