Αν το δεις από κάποια άλλη οπτική γωνία, θα μπορούσες να πεις ότι δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα στην Παιδεία. Μην πάει ο νους σας ότι εμείς θα κάνουμε βαθειά ανάλυση που εκπαιδευτικού γίγνεσθαι στην πατρίδα των φιλοσόφων και την κοιτίδα των επιστημών, Αλλού το πάμε εμείς, πολύ πιο ανθρώπινη η δική μας προσέγγιση. Να!, στα παιδιά θα σταθούμε. Στα παιδιά της δικής μου γενιάς και στα παιδάκια, τα καλομαθημένα κατά πολλούς, τα οποία όλα τα έχουν και με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένα τα παλιόπαιδα.Τα παιδιά της σύγχρονης κοινωνίας ακολουθούν τους ρυθμούς της. Η οικογένεια, τρέχει τώρα. Γιατί σε τέτοιους ρυθμούς; Δεν το πολυκαταλαβαίνω, αλλά δεν αμφισβητώ το τρέξιμό της. Τρέχει η οικογένεια – άρα τρέχουν και οι μπόμπιρες. Πού τρέχουν; Μόλις γίνουν δε γίνουν τρίω χρονώ, αρχίζουν να τρέχουν. Δε τρέχουν, βέβαια, με τα πόδια, αλλά τρέχουν – και τρέχουν πολύ πιο γρήγορα.
Αχάραγα, στο σπίτι πανικός, ξυπνητήρια πράματα, θάματα, όλοι επί ποδός. Πρέπει και οι δυο γονείς να είναι στην εργασία τους έγκαιρα και την πληρώνει το μικρό. Με την τσίμπλα στο μάτι, όλοι μικροί – μεγάλοι στην πρωινή δροσιά, παγωνιά, βροχή. Στήνεται η μάννα στο δρόμο, να περάσει το σχολικό να πάει στο καλό το μικρό, να πάνε και αυτοί στο δικό τους.
Τρέχανε, κι αυτά τότε – και τι τρέξιμο. Μάιο – Ιούνιο, Σεπτέμβρη – Οκτώβρη. Αυτούς τους μήνες, μένανε στην εξοχή. Μένανε σε απόσταση από το χωριό, τέσσερα χιλιόμετρα και βάλε. Παλιοχώρια, Τάψες, Σκοποί..
Aλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο χρόνο, ανεβοκατεβαίνανε στο σχολείο. Σχολικό δεν περνούσε να πάρει κανέναν, όλοι στηριζόταν στα πόδια τους. “Τρεχάτε ποδαράκια μας”, με λίγα λόγια.
Ζώα υπήρχαν, αλλά κανείς γονιός δεν έδινε το υποζύγιο να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορικό μέσο για το σχολείο. Τα ζώα, ήταν για άλλες δουλειές κι όχι για τα σχολεία. Αν κάποιου του έδιναν το γάιδαρο, τότε γινόταν το έλα να δεις! Υπέφεραν κι αυτός και το ζώο. Συνήθως ένας ήταν αυτός που είχε πότε-πότε την τύχη (ή την ατυχία) να έχει γάιδαρο. Τι γάιδαρο, δα, ένα ομοίωμα γαιδάρου, που άμα έκανες τσατάλι καβάλα, λίγο ήθελε να ακουμπήσουν τα παιδικά πόδια κάτω στο χώμα.
Που λέτε, πάντα υπήρχαν οι μαντραχαλάδες δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών, που πήγαιναν ακόμη στο δημοτικό, “θέλαν να τα μάθουν καλά”, λέγαν. Τώρα αυτοί το λέγαν και πείραζαν τον εαυτό τους , ή μήπως τα πιστεύω των δασκάλων μας ήταν τέτοια, το να αφήνουν στάσιμους για χρόνια ανθρώπους που αργότερα στη ζωή έγιναν πολύ πετυχημένοι επαγγελματίες; Αυτοί, λοιπόν, κατέβαζαν τους νοικοκύρηδες από το σαμάρι και γινόταν αυτοί κύριοι. Δεν ήταν μόνο αυτό. Τα φορτώματα, τα σχοινιά, ρίχνονταν κάτω και σερνόμασταν όπως τα μολύβια στο δίχτυ κι οι λοιποί από το ζώο. Ή, μάλλον, θέλαμε να σερνόμασταν, αλλά το σαμάρι ερχόταν όσο το άφηνε η μεσιά προς τα πίσω. Το ζώο κοντράριζ,ε αλλά τι να τραβήξει; Ένας, για δυο, για τρεις οι προσδεμένοι; Περιπέτεια! Κλάματα κι αναφιλητά…
“Θα το πω στον μπαμπά μου και θα δείτε”, έλεγε ο νοικοκύρης, καθώς έτρεχε κι αυτός μαζί με τους πολλούς πίσω από το ζώο. Στη διχάλα του Παλιοχωριού με τον κεντρικό δρόμο, μπαίνανε τα σημάδια. Σημάδια με φυσικά μέσα. Πέτρες η μία πάνω στην άλλη. Όποια ομάδα – περιοχή περνούσε πρώτη, γκρέμιζε τον «κούκο».
“Τρέξτε ρε, οι άλλοι μας πέρασαν”. Δεν το είχαν σε τιμή να τους περάσουν «οι άλλοι». Υπήρχε βέβαια και άλλος λόγος, όχι τόσο της τιμής ο λόγος: Τα παπούτσια στο χέρι, ή κρεμασμένα στην τσάντα την πάνινη. Δεν έπρεπε να παλιώνουν τα παπούτσια στο πήγαινε-έλα. Τα παπούτσια ήταν μόνο για τις επίσημες στιγμές. Ποιες ήταν αυτές; Οι μέρες που ο δάσκαλος έκανε επιθεώρηση καθαριότητας. Νύχια κομμένα, αυτιά καθαρά, μαντήλι πάνω στο θρανίο, παπούτσια στα πόδια. Ε, ας τολμούσες να σου λείπει κάτι από αυτά! Θα πεις, σε καθέναν δεν έλειπε και κάτι; Στους περισσότερους έλειπαν τα περισσότερα, τα χρόνια αυτά τα πολύ-πολύ δύσκολα Το ψωμί έλειπε από τα περισσότερα τραπέζια και ο δάσκαλος ζητούσε αυτά που του επέβαλαν να ζητήσει. Τι να κάνει κι αυτός, έτσι του έλεγαν, έτσι έκανε. Ποιος, από τους του κέντρου, θα νοιαζόταν αν η ύπαιθρος λιμοκτονούσε. Αυτοί νόμιζαν ότι μετά τους εμφυλίους, τα Γιούρα και τη Μακρόνησο, όπου φαγώθηκαν τα πρασινόχαρτα του Μάρσαλ, η Ελλάδα έγινε Ευρώπη, ως από τη κολυμπήθρα του Σιλωάμ να είχε βγει.Οι περισσότεροι, στα μέσα του Οκτώβρη «ξεσυνόπαιρναν». Γλίτωναν από αυτό το μαρτύριο. Δεν έμεναν τα μεσημέρια μέσα στο κάστρο να περιμένουν τον απογευματινό κύκλο. Δεν έκαναν τραπέζι κάποια από τις πλάκες του κάστρου. Δεν έστρωναν την πετσέτα σαν μεταξωτό τραπεζομάντιλο και να αποθέσουν του κόσμου τα εδέσματα , τι θες ψυχή μ’, τι θες καρδιά μ’! Τι ψωμιά, τι τυριά! Αχ αυτά τα τυριά, λάδωναν τα καημένα τα τετράδια, τα βιβλία και ήταν και η συνηθέστερη αιτία ξυλοδαρμού τους από το δάσκαλο
Ήταν Δευτέρα –Τρίτη τάξη. Έφυγαν όλοι για το χωριό « ξεσυνοπήραν» έμεινε, με τον Αλέκο μέσα στο Παλιοχώρι, να πηγαινοέρχονται ακόμα στο χωριό.
Νύχτα φεύγαν, νύχτα γύριζαν στα ντάμια τους. Μόνο Τετάρτη και Σαββάτο γυρίζαν μέρα, γιατί δεν είχαμε απόγιομα σχολειό. Μόλις σχολούσαν, το μάτι μαύρο από την πείνα. Τι να φας να χορτάσεις, παιδί πράμα. Το πρωί σχεδόν νηστικοί έφευγαν από το ντάμι. Δεν ήταν μόνο το ότι δεν προλάβαινες, αλλά και το τι να φας πρωί-πρωί. Βλέπεις, ούτε γάλατα, ούτε μαρμελάδες, ούτε τόσα και τόσα που μπαίνουν πάνω στο τραπέζι για πρωινό και δυστυχώς πετιούνται. Αχ κατανάλωση, κατανάλωση! Δεν σκούσες μύτη και τότε, για μια βδομάδα, να μη μείνει τίποτα μα τίποτα! Να γίνει εν το άμα και το θάμα «έλλειψη»!
Πείνα, που λέτε, στο σχόλασμα. Αλλά, ευτυχώς, η φύση προνοούσε και για αυτά. Στην αρχή του Φθινοπώρου τα σύκα, ύστερα τα τζίτζιφα κι αργότερα τα ρόδια έφερναν τον κορεσμό έστω και προσωρινό. Άσε που κορεσμός πραγματικός και ολοκληρωτικός δεν υπήρχε ποτέ τα χρόνια εκείνα. Νύχτα γυρίζαν στα ντάμια ξεθεωμένα μικρά παιδιά κατάκοπα, νηστικά, έτοιμα για ύπνο. Πώς να γράψεις και να διαβάσεις; Πώς να πας το πρωί κατάλληλα προετοιμασμένος στο σχολείο. Πώς; “Πώς”, ένα σωρό “πώς”… Να ψευτοφάς, να ψευτοδιαβάσεις στο φως της γκαζόλαμπας με το μαυρισμένο γυαλί. Όλα στο τρέξιμο, όπως και σήμερα τα παιδιά και οι γονείς.
Εκείνη τη χρονιά τα πρωτοβρόχια ήρθαν νωρίς, πολύ νωρίς. Κουραστήκαν να πηγαινοέρχονται με τα πόδια τόσα χιλιόμετρα κάθε μέρα – τόσες μέρες. - Χρήστο, βρήκα λύση και καλή λύση φίλε μου. Η χήρα παράτησε το γάιδαρο και λέω να τον πάρουμε εμείς για μεταφορικό μέσο. Γάιδαρο δικό μας; Ούτε ο πατέρας δεν έδινε το γάιδαρο για να πηγαίνουμε στο σχολείο. Τώρα δικός μας ένας γάιδαρος; Δώρο εξ ουρανού!Πήγα και τον είδαμε: ένα ζώο στο σχήμα του ζώου. Κορμί μικρό, αυτιά γαϊδάρου, ουρά, πόδια αδύναμα,τα κόκαλα μετριούνται στα πλευρά και η σπονδυλική στήλη σαν οροσειρά σε χάρτη με τα υψώματα και τους αυχένες. Σαμάρι; Πού να σταθεί το σαμάρι; Αλλά και πού να βρεθεί το σαμάρι; Έτσι γυμνόστρατο θα τον κάνουμε καβάλα; Βρε μας έδωσαν γάιδαρο και θα τον κοιτάζουμε στα δόντια; Εμείς είναι που λέγαν… Όλη νύχτα δε κοιμήθηκαν, από τη χαρά, που το πρωί θα πήγαιναν καβάλα όχι σε άλογο άσπρο, αλλά έστω και σε γκρι γάιδαρο. Αχ ποδαράκια, κορμάκι παιδικό, τέρμα τα βάσανα, θα ξεκουραστείς, θα γίνεις άνθρωπος σαν άνθρωπος θα πηγαίνεις πια. Μέσα στον βαθύ ύπνο του πρωινού ακούγονται μπουμπουνητά και αστραπές αυλακώνουν το φθινοπωρινό ουρανό. Ο καιρός στο μπατάρισμά του για βοριά, έφερε ψύχρα και νερό. Τέτοιο νερό, μπράβο! Απότομο και πολύ. Άνοιξαν οι ουρανοί και πλημμύρισαν τη γη. Ο ποταμός βούιζε. Μη σταναχωριέσαι, μέχρι την ώρα του σχολειού θα σταματήσει έλεγε η μάνα Από μέσα του άλλα ευχόταν για το σχολείο, αλλά! Πράγματι, το νερό σταμάτησε. Ετοιμάστηκε. Ξεκίνησε. Τίποτα, κουβέντα για το απρόοπτο μεταφορικό μέσο. Πιο κάτω τον περίμενε ο φίλος. Μη βιάζεσαι, σήμερα θα πάμε σαν κύριοι και στην ώρα μας. Περπατούσαν προς την στάση του μεταφορικού, του «ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΤΟΥΣ». Κλωτσούσαν τις πέτρες, έτσι για να δηλώσουν την άνεση χρόνου που είχαν. Παράλληλα στον ποταμό περπατούσαν και το νερό ακόμη ακουγόταν, όχι ότι βούιζε, αλλά έτρεχε ακόμη. Πλησίαζαν στο “πάρκιν”, κοίταζαν ξανακοίταζαν, σχολικό δεν έβλεπαν. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά κανείς δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Πήγαν εκεί που τον είχαν δέσει. Το σχοινί εκεί δεμένο στην αλυγαριά. Τεντωμένο καλά με διεύθυνση προς το ποτάμι. Τι γίνεται ρε παιδιά; Πλησιάζουν τι να δουν! Το ζώο κολλημένο στην όχθη του ποταμού πάνω σε μια αλυγαριά. Ο λαιμός τεντωμένος με το σχοινί φέρμα. Τα ρουθούνια ανοιγόκλειναν και τα λαγόνια ανεβοκατέβαιναν. Τα πόδια πατούσαν δεν πατούσαν στις ποταμόπετρες που τις παράσερνε το θολό νερό. Ευτυχώς είναι ζωντανός φώναξαν και οι δυο.
-Περίμενε Αλέκο, σε λίγο το νερό θα πέσει για τα καλά .
-Τράβα, γιατί τον γλυτώνουμε δε τον γλυτώνουμε.
Τον τραβούσαν από το σχοινένιο καπίστρι και ο καταταλαιπωρημένος λαιμός κόντευε να ξεκολλήσει καλά καλά.
Άντεξε το μαρτύριο της βροχής όλη νύχτα, αυτό έπρεπε να το υπομείνει, έπρεπε να κρατηθεί στη ζωή. Τώρα, μάλλον για καλό δεν ήταν τούτο κι ας ήταν από παιδιά. Άνθρωποι είναι, όποια ηλικία κι αν έχουν, για καλό δεν είναι ποτέ το τράβηγμά τους. Τον έβγαλαν απάνω. Κατάφερε να ξετιναχτεί και να σκεπάσει με τις τρίχες του το άσαρκο σώμα του. Φούντωσε το τρίχωμα, κάλυψε καμπόσα κόκαλα, φάνηκε σα γάιδαρος. Το νερό τον είχε ποτίσει, αυτός δε στέγνωνε ούτε με Αυγουστιάτικο μελτέμι και Ιουλιανό ήλιο. Σάλτα πάνω και φύγαμε. Ο Αλέκος μπροστά, πιο μεγάλος αυτός και ονοοδηγός. Πίσω αυτός ο πιο μικρός, θα κρατά τον άλλον για να μην πέσουν. Γυμνόστρατο το ζω, αλλά δεινοί καβαλάρηδες και οι δυο. Τα πόδια ένα με τα πλευρά του ζώου. Πλευρά, κόκαλα με κόκαλα ακουμπούσαν, γιατί παιδιά και ζώο είχαν κάτι κοινό, τα χάλια τους. Ποτέ δε χόρτασαν και οι από πάνω και ο από κάτω. Με του ανέβηκαν στη ράχη άνοιξε τα πόδια. Αδύνατοι μεν αλλά ήταν δυο και αυτός που τους σήκωνε ήταν και αδύνατος και αδύναμος. Χτυπούσαν τα πλευρά να τρέξει λίγο, μάταια. Να κάνει να μη κάνει βήμα. Ντε! Ντε! Κριτ! Το ζώο και να ήθελε δεν είχε τις δυνάμεις, τι να σου κάνει κι αυτό. Βρε ντε, βρε ντε . Η ώρα περνούσε η απόσταση δε λιγόστευε. Από κει που κλωτσούσαν τις πέτρες, χτυπούσαν τα κεφάλια τους. Το φάσμα του ξυλοδαρμού φαινόταν πλέον κάτι παραπάνω από σίγουρο, κρεμόταν ο «πέλεκυς της παιδαγωγικής μεθόδου».
Με τα πολλά έφτασαν στα Πετροκόντυλα. Η ατμόσφαιρα πεντακάθαρη το Σίγρι μπροστά τους, το κάστρο και το σχολείο φαίνονται ξεκάθαρα. Σε μια στιγμή βλέπουν τα παιδιά να τρέχουν από το κάστρο και τις τουαλέτες προς το σχολείο. Ωχ! Έχει γούστο . Ναι, όπως το φοβόταν είχε χτυπήσει το κουδούνι. Φαγούρα στα χέρια και πόνο στα γυμνά ποδαράκια ένιωσαν ασυναίσθητα.
-Αλέκο! Γκύλωσέ τον να τρέξει. Εσύ είσαι που το τολμάς! Ευκαιρία γύρευε . Ναι ω του θαύματος . Με όση δύναμη του έμενε κάνει την επανάστασή του. Βαθιά ανάσα, συσπείρωση των ελλιπών δυνάμεων, στήριγμα στα δυο μπροστινά και ταυτόχρονο σήκωμα των δυο πισινών. Μια τέλεια κλωτσιά . Και ναι το «ποθούμενο» ήλθε. Κανείς από τους δυο δεν το περίμενε και πολύ περισσότερο δεν το πίστευε ότι μπορεί να το πετύχει. Έκανε τη μύξα του νεύρα και λευτερώθηκε από το βάρος της δουλείας και του βάρους των σωμάτων των επίδοξων καβαλάρηδων . Παρ’ τους και τους δυο κάτω.
Πού το βρήκε το κουράγιο για τέτοιο τετραπόδισμα, τέτοιο τρέξιμο; Μάλλον η λευτεριά τού φτέρωσε τα πόδια. Μείνανε αμανάτι οι δυο τους . Το πανταλόνι το ντρίλινο ήπιε νερό και μάζεψε, χώθηκε μέσα στα αδύναμα μπουτάκια του και τον έκοβε. Πού όμως χρόνος για σκέψεις. Τρέξε να τρέξεις να προλάβεις . Στο χωριό πρόλαβαν τον «Φουντουρίκο», το «Σχολικό». Βιαστικά τον έδεσαν και τραβούν για το σχολείο. Μούσκεμα όλα, πανταλόνια, μπλούζες, μόνο τα δόντια στεγνά. Η τσάντα η μπλε πάνινη τουμπάνιασε καθώς φούσκωσαν ψωμιά, τετράδια και βιβλία, τραβώντας το νερό από το τρίχωμα του Φουντουρίκου. -Πού ήσασταν, γιατί αργήσατε πάλι; Τι να πουν, ή, μάλλον, τι να πρωτοπούν.Κατέβασαν τα κεφαλάκια τους .
Έτρεμαν από το κρύο, βρεγμένα καθώς ήταν, έτρεμαν κι από το φόβο. Ήξεραν καλά τι τους περίμενε. Δεν υπήρχαν γι αυτόν αιτιολογίες ή ψευτοδικαιολογίες. Όλοι και όλες οι περιπτώσεις αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο, για τα παιδιά των μη επώνυμων, κοινό, σκληρό, κι απαράλλαχτο παιδαγωγικό τρόπο.
-Ανοίξτε τα χέρια σαςΔεν θυμάται από πόσες έφαγαν στα κοκαλιάρικα παγωμένα δαχτυλάκια τους και ξυλιασμένα πισινά τους. Αυτό όμως που δεν ξέχασε, πενήντα χρόνια μετά, ήταν η συμπεριφορά του δασκάλου του. Το σχολικό τους περίμενε εκεί το απόγιομα . Δεν είχε ανακτήσει τις δυνάμεις του.
Τον είδαν όμως τώρα μ’άλλο μάτι. Ένοιωσαν κι αυτοί τον πόνο και μάλιστα από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ο άνθρωπος έχει τρόπους να αμυνθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Ο Φουντουρίκος όμως, ένα ανήμπορο και αδύναμο ζώο; Τον πόνεσαν τον συμπάθησαν τον είδαν αδελφό, πλάσμα του θεού όπως αυτοί. Άλλαξαν στάση, τον αγάπησαν και με τις μικρές τους δυνάμεις, όσο μπόρεσαν, τον φρόντισαν.
Αχάραγα, στο σπίτι πανικός, ξυπνητήρια πράματα, θάματα, όλοι επί ποδός. Πρέπει και οι δυο γονείς να είναι στην εργασία τους έγκαιρα και την πληρώνει το μικρό. Με την τσίμπλα στο μάτι, όλοι μικροί – μεγάλοι στην πρωινή δροσιά, παγωνιά, βροχή. Στήνεται η μάννα στο δρόμο, να περάσει το σχολικό να πάει στο καλό το μικρό, να πάνε και αυτοί στο δικό τους.
Τρέχανε, κι αυτά τότε – και τι τρέξιμο. Μάιο – Ιούνιο, Σεπτέμβρη – Οκτώβρη. Αυτούς τους μήνες, μένανε στην εξοχή. Μένανε σε απόσταση από το χωριό, τέσσερα χιλιόμετρα και βάλε. Παλιοχώρια, Τάψες, Σκοποί..
Aλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο χρόνο, ανεβοκατεβαίνανε στο σχολείο. Σχολικό δεν περνούσε να πάρει κανέναν, όλοι στηριζόταν στα πόδια τους. “Τρεχάτε ποδαράκια μας”, με λίγα λόγια.
Ζώα υπήρχαν, αλλά κανείς γονιός δεν έδινε το υποζύγιο να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορικό μέσο για το σχολείο. Τα ζώα, ήταν για άλλες δουλειές κι όχι για τα σχολεία. Αν κάποιου του έδιναν το γάιδαρο, τότε γινόταν το έλα να δεις! Υπέφεραν κι αυτός και το ζώο. Συνήθως ένας ήταν αυτός που είχε πότε-πότε την τύχη (ή την ατυχία) να έχει γάιδαρο. Τι γάιδαρο, δα, ένα ομοίωμα γαιδάρου, που άμα έκανες τσατάλι καβάλα, λίγο ήθελε να ακουμπήσουν τα παιδικά πόδια κάτω στο χώμα.
Που λέτε, πάντα υπήρχαν οι μαντραχαλάδες δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών, που πήγαιναν ακόμη στο δημοτικό, “θέλαν να τα μάθουν καλά”, λέγαν. Τώρα αυτοί το λέγαν και πείραζαν τον εαυτό τους , ή μήπως τα πιστεύω των δασκάλων μας ήταν τέτοια, το να αφήνουν στάσιμους για χρόνια ανθρώπους που αργότερα στη ζωή έγιναν πολύ πετυχημένοι επαγγελματίες; Αυτοί, λοιπόν, κατέβαζαν τους νοικοκύρηδες από το σαμάρι και γινόταν αυτοί κύριοι. Δεν ήταν μόνο αυτό. Τα φορτώματα, τα σχοινιά, ρίχνονταν κάτω και σερνόμασταν όπως τα μολύβια στο δίχτυ κι οι λοιποί από το ζώο. Ή, μάλλον, θέλαμε να σερνόμασταν, αλλά το σαμάρι ερχόταν όσο το άφηνε η μεσιά προς τα πίσω. Το ζώο κοντράριζ,ε αλλά τι να τραβήξει; Ένας, για δυο, για τρεις οι προσδεμένοι; Περιπέτεια! Κλάματα κι αναφιλητά…
“Θα το πω στον μπαμπά μου και θα δείτε”, έλεγε ο νοικοκύρης, καθώς έτρεχε κι αυτός μαζί με τους πολλούς πίσω από το ζώο. Στη διχάλα του Παλιοχωριού με τον κεντρικό δρόμο, μπαίνανε τα σημάδια. Σημάδια με φυσικά μέσα. Πέτρες η μία πάνω στην άλλη. Όποια ομάδα – περιοχή περνούσε πρώτη, γκρέμιζε τον «κούκο».
“Τρέξτε ρε, οι άλλοι μας πέρασαν”. Δεν το είχαν σε τιμή να τους περάσουν «οι άλλοι». Υπήρχε βέβαια και άλλος λόγος, όχι τόσο της τιμής ο λόγος: Τα παπούτσια στο χέρι, ή κρεμασμένα στην τσάντα την πάνινη. Δεν έπρεπε να παλιώνουν τα παπούτσια στο πήγαινε-έλα. Τα παπούτσια ήταν μόνο για τις επίσημες στιγμές. Ποιες ήταν αυτές; Οι μέρες που ο δάσκαλος έκανε επιθεώρηση καθαριότητας. Νύχια κομμένα, αυτιά καθαρά, μαντήλι πάνω στο θρανίο, παπούτσια στα πόδια. Ε, ας τολμούσες να σου λείπει κάτι από αυτά! Θα πεις, σε καθέναν δεν έλειπε και κάτι; Στους περισσότερους έλειπαν τα περισσότερα, τα χρόνια αυτά τα πολύ-πολύ δύσκολα Το ψωμί έλειπε από τα περισσότερα τραπέζια και ο δάσκαλος ζητούσε αυτά που του επέβαλαν να ζητήσει. Τι να κάνει κι αυτός, έτσι του έλεγαν, έτσι έκανε. Ποιος, από τους του κέντρου, θα νοιαζόταν αν η ύπαιθρος λιμοκτονούσε. Αυτοί νόμιζαν ότι μετά τους εμφυλίους, τα Γιούρα και τη Μακρόνησο, όπου φαγώθηκαν τα πρασινόχαρτα του Μάρσαλ, η Ελλάδα έγινε Ευρώπη, ως από τη κολυμπήθρα του Σιλωάμ να είχε βγει.Οι περισσότεροι, στα μέσα του Οκτώβρη «ξεσυνόπαιρναν». Γλίτωναν από αυτό το μαρτύριο. Δεν έμεναν τα μεσημέρια μέσα στο κάστρο να περιμένουν τον απογευματινό κύκλο. Δεν έκαναν τραπέζι κάποια από τις πλάκες του κάστρου. Δεν έστρωναν την πετσέτα σαν μεταξωτό τραπεζομάντιλο και να αποθέσουν του κόσμου τα εδέσματα , τι θες ψυχή μ’, τι θες καρδιά μ’! Τι ψωμιά, τι τυριά! Αχ αυτά τα τυριά, λάδωναν τα καημένα τα τετράδια, τα βιβλία και ήταν και η συνηθέστερη αιτία ξυλοδαρμού τους από το δάσκαλο
Ήταν Δευτέρα –Τρίτη τάξη. Έφυγαν όλοι για το χωριό « ξεσυνοπήραν» έμεινε, με τον Αλέκο μέσα στο Παλιοχώρι, να πηγαινοέρχονται ακόμα στο χωριό.
Νύχτα φεύγαν, νύχτα γύριζαν στα ντάμια τους. Μόνο Τετάρτη και Σαββάτο γυρίζαν μέρα, γιατί δεν είχαμε απόγιομα σχολειό. Μόλις σχολούσαν, το μάτι μαύρο από την πείνα. Τι να φας να χορτάσεις, παιδί πράμα. Το πρωί σχεδόν νηστικοί έφευγαν από το ντάμι. Δεν ήταν μόνο το ότι δεν προλάβαινες, αλλά και το τι να φας πρωί-πρωί. Βλέπεις, ούτε γάλατα, ούτε μαρμελάδες, ούτε τόσα και τόσα που μπαίνουν πάνω στο τραπέζι για πρωινό και δυστυχώς πετιούνται. Αχ κατανάλωση, κατανάλωση! Δεν σκούσες μύτη και τότε, για μια βδομάδα, να μη μείνει τίποτα μα τίποτα! Να γίνει εν το άμα και το θάμα «έλλειψη»!
Πείνα, που λέτε, στο σχόλασμα. Αλλά, ευτυχώς, η φύση προνοούσε και για αυτά. Στην αρχή του Φθινοπώρου τα σύκα, ύστερα τα τζίτζιφα κι αργότερα τα ρόδια έφερναν τον κορεσμό έστω και προσωρινό. Άσε που κορεσμός πραγματικός και ολοκληρωτικός δεν υπήρχε ποτέ τα χρόνια εκείνα. Νύχτα γυρίζαν στα ντάμια ξεθεωμένα μικρά παιδιά κατάκοπα, νηστικά, έτοιμα για ύπνο. Πώς να γράψεις και να διαβάσεις; Πώς να πας το πρωί κατάλληλα προετοιμασμένος στο σχολείο. Πώς; “Πώς”, ένα σωρό “πώς”… Να ψευτοφάς, να ψευτοδιαβάσεις στο φως της γκαζόλαμπας με το μαυρισμένο γυαλί. Όλα στο τρέξιμο, όπως και σήμερα τα παιδιά και οι γονείς.
Εκείνη τη χρονιά τα πρωτοβρόχια ήρθαν νωρίς, πολύ νωρίς. Κουραστήκαν να πηγαινοέρχονται με τα πόδια τόσα χιλιόμετρα κάθε μέρα – τόσες μέρες. - Χρήστο, βρήκα λύση και καλή λύση φίλε μου. Η χήρα παράτησε το γάιδαρο και λέω να τον πάρουμε εμείς για μεταφορικό μέσο. Γάιδαρο δικό μας; Ούτε ο πατέρας δεν έδινε το γάιδαρο για να πηγαίνουμε στο σχολείο. Τώρα δικός μας ένας γάιδαρος; Δώρο εξ ουρανού!Πήγα και τον είδαμε: ένα ζώο στο σχήμα του ζώου. Κορμί μικρό, αυτιά γαϊδάρου, ουρά, πόδια αδύναμα,τα κόκαλα μετριούνται στα πλευρά και η σπονδυλική στήλη σαν οροσειρά σε χάρτη με τα υψώματα και τους αυχένες. Σαμάρι; Πού να σταθεί το σαμάρι; Αλλά και πού να βρεθεί το σαμάρι; Έτσι γυμνόστρατο θα τον κάνουμε καβάλα; Βρε μας έδωσαν γάιδαρο και θα τον κοιτάζουμε στα δόντια; Εμείς είναι που λέγαν… Όλη νύχτα δε κοιμήθηκαν, από τη χαρά, που το πρωί θα πήγαιναν καβάλα όχι σε άλογο άσπρο, αλλά έστω και σε γκρι γάιδαρο. Αχ ποδαράκια, κορμάκι παιδικό, τέρμα τα βάσανα, θα ξεκουραστείς, θα γίνεις άνθρωπος σαν άνθρωπος θα πηγαίνεις πια. Μέσα στον βαθύ ύπνο του πρωινού ακούγονται μπουμπουνητά και αστραπές αυλακώνουν το φθινοπωρινό ουρανό. Ο καιρός στο μπατάρισμά του για βοριά, έφερε ψύχρα και νερό. Τέτοιο νερό, μπράβο! Απότομο και πολύ. Άνοιξαν οι ουρανοί και πλημμύρισαν τη γη. Ο ποταμός βούιζε. Μη σταναχωριέσαι, μέχρι την ώρα του σχολειού θα σταματήσει έλεγε η μάνα Από μέσα του άλλα ευχόταν για το σχολείο, αλλά! Πράγματι, το νερό σταμάτησε. Ετοιμάστηκε. Ξεκίνησε. Τίποτα, κουβέντα για το απρόοπτο μεταφορικό μέσο. Πιο κάτω τον περίμενε ο φίλος. Μη βιάζεσαι, σήμερα θα πάμε σαν κύριοι και στην ώρα μας. Περπατούσαν προς την στάση του μεταφορικού, του «ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΤΟΥΣ». Κλωτσούσαν τις πέτρες, έτσι για να δηλώσουν την άνεση χρόνου που είχαν. Παράλληλα στον ποταμό περπατούσαν και το νερό ακόμη ακουγόταν, όχι ότι βούιζε, αλλά έτρεχε ακόμη. Πλησίαζαν στο “πάρκιν”, κοίταζαν ξανακοίταζαν, σχολικό δεν έβλεπαν. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά κανείς δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Πήγαν εκεί που τον είχαν δέσει. Το σχοινί εκεί δεμένο στην αλυγαριά. Τεντωμένο καλά με διεύθυνση προς το ποτάμι. Τι γίνεται ρε παιδιά; Πλησιάζουν τι να δουν! Το ζώο κολλημένο στην όχθη του ποταμού πάνω σε μια αλυγαριά. Ο λαιμός τεντωμένος με το σχοινί φέρμα. Τα ρουθούνια ανοιγόκλειναν και τα λαγόνια ανεβοκατέβαιναν. Τα πόδια πατούσαν δεν πατούσαν στις ποταμόπετρες που τις παράσερνε το θολό νερό. Ευτυχώς είναι ζωντανός φώναξαν και οι δυο.
-Περίμενε Αλέκο, σε λίγο το νερό θα πέσει για τα καλά .
-Τράβα, γιατί τον γλυτώνουμε δε τον γλυτώνουμε.
Τον τραβούσαν από το σχοινένιο καπίστρι και ο καταταλαιπωρημένος λαιμός κόντευε να ξεκολλήσει καλά καλά.
Άντεξε το μαρτύριο της βροχής όλη νύχτα, αυτό έπρεπε να το υπομείνει, έπρεπε να κρατηθεί στη ζωή. Τώρα, μάλλον για καλό δεν ήταν τούτο κι ας ήταν από παιδιά. Άνθρωποι είναι, όποια ηλικία κι αν έχουν, για καλό δεν είναι ποτέ το τράβηγμά τους. Τον έβγαλαν απάνω. Κατάφερε να ξετιναχτεί και να σκεπάσει με τις τρίχες του το άσαρκο σώμα του. Φούντωσε το τρίχωμα, κάλυψε καμπόσα κόκαλα, φάνηκε σα γάιδαρος. Το νερό τον είχε ποτίσει, αυτός δε στέγνωνε ούτε με Αυγουστιάτικο μελτέμι και Ιουλιανό ήλιο. Σάλτα πάνω και φύγαμε. Ο Αλέκος μπροστά, πιο μεγάλος αυτός και ονοοδηγός. Πίσω αυτός ο πιο μικρός, θα κρατά τον άλλον για να μην πέσουν. Γυμνόστρατο το ζω, αλλά δεινοί καβαλάρηδες και οι δυο. Τα πόδια ένα με τα πλευρά του ζώου. Πλευρά, κόκαλα με κόκαλα ακουμπούσαν, γιατί παιδιά και ζώο είχαν κάτι κοινό, τα χάλια τους. Ποτέ δε χόρτασαν και οι από πάνω και ο από κάτω. Με του ανέβηκαν στη ράχη άνοιξε τα πόδια. Αδύνατοι μεν αλλά ήταν δυο και αυτός που τους σήκωνε ήταν και αδύνατος και αδύναμος. Χτυπούσαν τα πλευρά να τρέξει λίγο, μάταια. Να κάνει να μη κάνει βήμα. Ντε! Ντε! Κριτ! Το ζώο και να ήθελε δεν είχε τις δυνάμεις, τι να σου κάνει κι αυτό. Βρε ντε, βρε ντε . Η ώρα περνούσε η απόσταση δε λιγόστευε. Από κει που κλωτσούσαν τις πέτρες, χτυπούσαν τα κεφάλια τους. Το φάσμα του ξυλοδαρμού φαινόταν πλέον κάτι παραπάνω από σίγουρο, κρεμόταν ο «πέλεκυς της παιδαγωγικής μεθόδου».
Με τα πολλά έφτασαν στα Πετροκόντυλα. Η ατμόσφαιρα πεντακάθαρη το Σίγρι μπροστά τους, το κάστρο και το σχολείο φαίνονται ξεκάθαρα. Σε μια στιγμή βλέπουν τα παιδιά να τρέχουν από το κάστρο και τις τουαλέτες προς το σχολείο. Ωχ! Έχει γούστο . Ναι, όπως το φοβόταν είχε χτυπήσει το κουδούνι. Φαγούρα στα χέρια και πόνο στα γυμνά ποδαράκια ένιωσαν ασυναίσθητα.
-Αλέκο! Γκύλωσέ τον να τρέξει. Εσύ είσαι που το τολμάς! Ευκαιρία γύρευε . Ναι ω του θαύματος . Με όση δύναμη του έμενε κάνει την επανάστασή του. Βαθιά ανάσα, συσπείρωση των ελλιπών δυνάμεων, στήριγμα στα δυο μπροστινά και ταυτόχρονο σήκωμα των δυο πισινών. Μια τέλεια κλωτσιά . Και ναι το «ποθούμενο» ήλθε. Κανείς από τους δυο δεν το περίμενε και πολύ περισσότερο δεν το πίστευε ότι μπορεί να το πετύχει. Έκανε τη μύξα του νεύρα και λευτερώθηκε από το βάρος της δουλείας και του βάρους των σωμάτων των επίδοξων καβαλάρηδων . Παρ’ τους και τους δυο κάτω.
Πού το βρήκε το κουράγιο για τέτοιο τετραπόδισμα, τέτοιο τρέξιμο; Μάλλον η λευτεριά τού φτέρωσε τα πόδια. Μείνανε αμανάτι οι δυο τους . Το πανταλόνι το ντρίλινο ήπιε νερό και μάζεψε, χώθηκε μέσα στα αδύναμα μπουτάκια του και τον έκοβε. Πού όμως χρόνος για σκέψεις. Τρέξε να τρέξεις να προλάβεις . Στο χωριό πρόλαβαν τον «Φουντουρίκο», το «Σχολικό». Βιαστικά τον έδεσαν και τραβούν για το σχολείο. Μούσκεμα όλα, πανταλόνια, μπλούζες, μόνο τα δόντια στεγνά. Η τσάντα η μπλε πάνινη τουμπάνιασε καθώς φούσκωσαν ψωμιά, τετράδια και βιβλία, τραβώντας το νερό από το τρίχωμα του Φουντουρίκου. -Πού ήσασταν, γιατί αργήσατε πάλι; Τι να πουν, ή, μάλλον, τι να πρωτοπούν.Κατέβασαν τα κεφαλάκια τους .
Έτρεμαν από το κρύο, βρεγμένα καθώς ήταν, έτρεμαν κι από το φόβο. Ήξεραν καλά τι τους περίμενε. Δεν υπήρχαν γι αυτόν αιτιολογίες ή ψευτοδικαιολογίες. Όλοι και όλες οι περιπτώσεις αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο, για τα παιδιά των μη επώνυμων, κοινό, σκληρό, κι απαράλλαχτο παιδαγωγικό τρόπο.
-Ανοίξτε τα χέρια σαςΔεν θυμάται από πόσες έφαγαν στα κοκαλιάρικα παγωμένα δαχτυλάκια τους και ξυλιασμένα πισινά τους. Αυτό όμως που δεν ξέχασε, πενήντα χρόνια μετά, ήταν η συμπεριφορά του δασκάλου του. Το σχολικό τους περίμενε εκεί το απόγιομα . Δεν είχε ανακτήσει τις δυνάμεις του.
Τον είδαν όμως τώρα μ’άλλο μάτι. Ένοιωσαν κι αυτοί τον πόνο και μάλιστα από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ο άνθρωπος έχει τρόπους να αμυνθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Ο Φουντουρίκος όμως, ένα ανήμπορο και αδύναμο ζώο; Τον πόνεσαν τον συμπάθησαν τον είδαν αδελφό, πλάσμα του θεού όπως αυτοί. Άλλαξαν στάση, τον αγάπησαν και με τις μικρές τους δυνάμεις, όσο μπόρεσαν, τον φρόντισαν.
Παλι(ο)χωριανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου