Ο ΞΕΝΟΣ ΠΟΥ ΔΕ ΘΕΣ ΝΑ ΞΑΝΑΔΕΙΣ…
ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Κι
επειδή είναι αλήθεια…αυτός τόκανε.
Μπορεί
και να είχε ξαναπάει, γιατί ήξερε πολύ καλά που, ακριβώς πήγαινε.
Πάρκαρε
το τζιπ του καταμεσής στο τέρμα του δρόμου, ένα μέτρο από το νερό.
Τα
βατράχια στην υφάλμυρη λιμνούλα πετάχτηκαν λες κι ήξεραν και οι αγριόπαπιες,
κρύφτηκαν αλαφιασμένες στα καλάμια…
Αλλά
εγώ που διάβαζα τα ίχνη στην άμμο και τάιζα αυτή τη στιγμή τα μυρμήγκια, είδηση
δε πήρα…Λυπήθηκα μόνο που πάρκαρε πάνω στη φωλιά τους…
Σκαρφάλωσε
με τη παρέα του στον Άσπρο Βράχο νότια της Φανερωμένης, από το «μονοπατάκι» που
μόνο οι ντόπιοι ή οι ψαγμένοι γνωρίζουν, όταν η εκβολή είναι πλημμυρισμένη, για
να βρεθούν στην άλλη μεριά της σκιάς του Βράχου.
Δε
πειράζει σκέφτηκα, μάθε να μοιράζεσαι…είναι όμορφο που κι άλλοι παίρνουν χαρά από τούτη την ευλογημένη γη.
Κατέβηκαν
λίγο αργότερα αργότερα.
Αυτός
κρατούσε μια σακούλα γεμάτη μέχρι απάνω, με βολβούς από τα κρινάκια της άμμου,
που μόνο γύρω από το Βράχο ξέρεις πολύ καλά πως φυτρώνουν….
Η
παρέα του κρατούσε στο χέρι, ένα μπουκέτο κομμένα…
Κατευθύνθηκαν
προς την άλλη μεριά της παραλίας, ψάχνοντας ίσως και για άλλα…
Ευτυχώς
που δεν είχε και γύρισαν….Μπήκαν στο τζιπ τους αλλά δεν έφυγαν.
Σε
λίγο από τα παράθυρα, άρχισαν να πετάγονται έξω στην άμμο, περιτυλίγματα από
κρουασάν και πλαστικά μπουκάλια….
Ε,
κι ήταν λες κι έσπασαν οι φλέβες στα μηνίγγια …
«Κάτι
σας έπεσε…» τους είπαμε, δίνοντας τους από το τζάμι τα σκουπίδια τους πίσω… «Και
τα κρινάκια που ξεριζώσατε, μόνο εδώ βγαίνουν»…
Αλλά
τελικά το λαφρύ βήμα πάνω στη Φύση ή τόχεις ή δε τόχεις…
«Τι
σε νοιάζει εσένα; Θα τα φυτέψω σε άλλη παραλία» , απάντησε μπουκωμένο το Δίποδο.
Γκάζωσε
κι εξαφανίστηκε…
Ακόμα
θυμάμαι τον αριθμό του αυτοκινήτου του…
Αλλά
είναι ο Ξένος που σίγουρα δε θες να ξαναδείς στο δρόμο σου…