«Άντε Χαρικλάκι, έλα να καθίσουμε», θα της φωνάξει σκυμμένη από την πόρτα.
«Τώρα θεία
Χαρίκλεια, έρχεται η γιαγιά!», θα βγω να της πω έπειτα από προτροπή της γιαγιάς
μου.
Αυτό ήταν το
απογευματινό κάλεσμα της μιας ξαδέρφης προς την άλλη, πριν μαζευτούν στα πλατιά
σκαλοπάτια της γραφικής πόρτας της θείας Χαρίκλειας Χιώτη, για να δουν τον
κόσμο που περνάει από τον πολυσύχναστο δρόμο του Σιγρίου μας.
«Καλησπέρα σας», θα πουν οι περαστικοί.
«Καλησπέρα σας, καλώς ορίσατε», θα απαντήσουν
εκείνες.
Ευγενικές,
πρόσχαρες και κοινωνικές με τους επισκέπτες του χωριού μας.
Κάθε καλοκαίρι ήταν
οι μασκότ της γειτονιάς, αν σκεφτείς ότι τις φωτογράφιζαν μέχρι και ξένοι
τουρίστες που περνούσαν από το σημείο, όταν δρόσιζε, για να απολαύσουν τα
σοκάκια και τις ομορφιές του τόπου μας.
Τις έκαναν χάζι
βλέποντας τες καθισμένες η μια δίπλα στην άλλη, άλλοτε με παρέα τις γειτόνισσες
και άλλοτε οι δυο τους.
Κάποια απογεύματα,
καθόμουν και εγώ πλάι τους, ή αν ερχόταν η θεία Μάγγαινα και η θεία Ινώ, τότε
ανέβαινα στο πιο πάνω σκαλί για να χωράμε.
Πάντα με νοιαζόταν,
να μη με στριμώξουν, να είμαι καλά μαζί τους. Η αδυναμία που μου είχε η γιαγιά
μου (Χαρίκλεια Βωβού), ήταν μοναδική. Έτσι και για τις υπόλοιπες φίλες της
ήμουν το δικό τους παιδί.
Με αγαπούσαν και
ένιωθα οικειότητα μαζί τους. Όχι δεν έβγαιναν για να κάνουν κουτσομπολιό, ούτε
για να κρίνουν τους περαστικούς. Ήταν η βόλτα τους, η ευκαιρία να βγουν έξω, ως
χήρες και αρχόντισσες συνάμα, και να δουν τον κόσμο που ήρθε και φέτος στο
χωριό.
«Πολύς κόσμος
σήμερα στο Σίγρι», θα πουν εντυπωσιασμένες.
«Εμ είναι ωραίο
χωριό», θα συμφωνήσουν.
Το αγαπούσαν αυτό
το ψαροχώρι και ας ήταν παιδιά προσφύγων από την Μικρά Ασία. Όπως, άλλωστε, και
όλοι οι Σιγριανοί, αγαπούν τον τόπο τους, όσο μακριά από αυτόν και αν ζούμε.
Βράδιασε, ψύχρανε.
Ακούγεται η μουσική από το μπαράκι Νοτιά και ο μελωδικός ήχος από την κίνηση
των θαλασσόξυλων, που κρέμονται στο μαγαζί.
«Άντε, καληνύχτα
Χαρίκλεια, πάω μέσα να ξαπλώσω», θα πει η γιαγιά μου.
«Καληνύχτα, και στα
δύο τα Χαρικλάκια, αύριο πάλι», θα μας αποχαιρετίσει.
Θα μαζέψουν το
χαλάκι από το σκαλί και θα κλείσουν πίσω τους τις δύο ξύλινες πόρτες, στα
κολλητά τους σπίτια.
Κολλητές και
αγαπημένες ήταν και μεταξύ τους. Μέχρι το τέλος της ζωής τους. Πριν φύγουν στον
ουρανό και μείνει αδειανό αυτό το σκαλί πλέον, από αυτές τις δύο Κυρίες, με την
αστείρευτη αδυναμία στα παιδιά και στα εγγόνια τους.
Αφιερωμένο σε όλες
τις Σιγριανές γιαγιάδες που στόλιζαν τα γραφικά σοκάκια, τα καλοκαίρια μας στο
Σίγρι.
Μας λείπετε και σας
αγαπάμε, γιατί η χαρά από τα μάτια σας όταν μας κοιτούσατε δεν συγκρίνετε με
κανένα άλλο πρόσωπο.
Σας ευχαριστούμε
για όσα μας προσφέρατε, τις αξίες, την ηθική και τις συμβουλές σας για σωστή
συμπεριφορά.
Είμαι περήφανη
γιατί εσείς οι γιαγιάδες του χωριού μας, μας κάνατε να είμαστε σε θέση να
παρευρεθούμε σε οποιαδήποτε περίσταση. Μας κάνατε ανθρώπους έξω καρδιά, με
σεβασμό προς τον συνάνθρωπό μας, γιατί ήσασταν και εσείς Μικρασιάτισσες
δεύτερης γενιάς και ξέρατε από πόνο και αγάπη.
Γραμμένο με αφορμή
μια τυχαία συνάντηση με δύο ηλικιωμένες να «κάνουν γειτονιά» έξω από την πόρτα
του παραδοσιακού σπιτιού τους, στην παλιά Λευκωσία, στην προσπάθειά μου να
φωτογραφίσω παλιές οικίες με γιασεμί στην πόρτα τους.
Χάρις Βωβού
Δημοσιογράφος